- καλλίνικοι
- καλλίνῑκοι , καλλίνικοςgloriously triumphantmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καλλίνικοι — Καλλίνικος gloriously triumphant masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίνικος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με ξίφος μαζί με τη Βασίλισσα, η οποία στους Συναξαριστές και στα Μηναία αναφέρεται ως Καλλινίκη. Η μνήμη του τιμάται στις 22 Μαρτίου. 2. Καταγόταν από την Κιλικία. Μαρτύρησε στη Γάγγρα,… … Dictionary of Greek
προκαθιερώ — όω, ΜΑ αφιερώνω εκ τών προτέρων («οἱ καλλίνικοι μάρτυρες οἱ τὰς ψυχὰς θεῷ καθιερώσαντες, εἶτα καὶ τὰ σώματα θύσαντες», Κωνστ. Διάκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καθιερῶ «αφιερώνω κάτι σε θεό, καθιστώ κάτι ως ιερό»] … Dictionary of Greek